- φοινικόλοφος
- φοινῑκό-λοφος, ον,A purple- or crimson-crested,
δράκων E.Ph. 820
(lyr.);ὄρνιθες Theoc.22.72
;ἀλεκτρυόνες Gp.14.16.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δράκων E.Ph. 820
(lyr.);ὄρνιθες Theoc.22.72
;ἀλεκτρυόνες Gp.14.16.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινικόλοφος — ον, ΜΑ αυτός που έχει λοφίο από κόκκινα φτερά («ἀλεκτρυόνες φοινικόλοφοι», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + λόφος (< λόφος), πρβλ. ξανθό λοφος, χρυσό λοφος] … Dictionary of Greek
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek
φοινικολόφοιο — φοινῑκολόφοιο , φοινικόλοφος purple masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικολόφου — φοινῑκολόφου , φοινικόλοφος purple masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικολόφων — φοινῑκολόφων , φοινικόλοφος purple masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικόλοφοι — φοινῑκόλοφοι , φοινικόλοφος purple masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)